futilidad - ορισμός. Τι είναι το futilidad
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι futilidad - ορισμός


futilidad      
sust. fem.
Poca o ninguna importancia de una cosa.
futilidad      
futilidad
1 f. Cualidad de fútil.
2 Cosa fútil: "Hablar de futilidades".
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για futilidad
1. R. Creo que tarde o temprano van a tener que reaprender las lecciones de la futilidad de ese tipo de populismo.
2. Lemas Los lemas, en tiempos éstos de futilidad (SMS, ADSL, fast food, 320CV, Messenger, cruising...), triunfan por la contundencia del mensaje.
3. Lo que aprovecha Stern para disparar contra los medios de comunicación y contra el lado más absurdo de las campañas, dejando clara la futilidad del ideario político en beneficio del puro y simple negocio del voto.
4. Todas las categorías se han reciclados en la esfera orgánica de la COMUNICACIÓN TOTAL en cuyo ámbito absoluto se contempla en directo la pobreza y la opulencia, la futilidad de Paris Hilton o la gravedad de Saramago.
5. A mí me costó 15 años descubrir la futilidad del diseño". Nada cómodo en una década que premiaba a diseñadores gráficos y djs con el estatus de estrellas del rock, el mancuniano deambuló de estudio de diseño en estudio de diseño y de marca en marca.
Τι είναι futilidad - ορισμός